Η παρ. 2 του άρθρου 19 του N. 2776/1999 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Τα γενικά καταστήματα κράτησης διακρίνονται σε Α΄, Β΄ και Γ΄ τύπου. Στα καταστήματα Α’ τύπου κρατούνται οι υπόδικοι, οι κρατούμενοι για χρέη, οι κρατούμενοι για εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, πλην του εγκλήματος της εκβίασης, οι κρατούμενοι για το έγκλημα της υπεξαίρεσης, καθώς και οι κατάδικοι σε ποινή φυλάκισης. Στα Β΄ τύπου κρατούνται, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, οι υπόλοιποι κρατούμενοι. Στα Γ΄ τύπου, τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κρατούνται αποκλειστικά κατάδικοι ή υπόδικοι, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 11. Η κράτηση καταδίκων των περιπτώσεων α΄ και β΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 11 σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου, γίνεται με παραγγελία του Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών, με βάση την καταδικαστική απόφαση. Η μεταγωγή και περαιτέρω κράτηση των λοιπών καταδίκων ή των υποδίκων της παραγράφου 6 του άρθρου 11 σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου, εφόσον κριθούν ιδιαίτερα επικίνδυνοι, γίνεται με αιτιολογημένη διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών του τόπου έκτισης της ποινής. Σε αυτόν διαβιβάζονται από την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά αιτήματα με αντίγραφα των ατομικών φακέλων των κρατουμένων, που τηρούνται στο κατάστημα κράτησης όπου εκτίουν την ποινή τους. Μαζί με τους ατομικούς φακέλους διαβιβάζεται και κάθε άλλο σχετικό με την κράτησή τους στοιχείο. Ο Εισαγγελέας για την εκτίμηση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας του κρατουμένου συνεκτιμά τα εξής στοιχεία, που μπορεί να συντρέχουν σωρευτικά ή διαζευκτικά: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος για το οποίο κρατείται ή του πειθαρχικού παραπτώματος που τέλεσε, β) την πιθανότητα τέλεσης νέων εγκλημάτων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων, γ) την ύπαρξη υποδικίας ή καταδικαστικής απόφασης για άλλα κακουργήματα, δ) την ύπαρξη στοιχείων για την περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα του κρατουμένου, από άλλες συναρμόδιες για τον έλεγχο του εγκλήματος αρχές και ε) την προσωπικότητα του καταδίκου ή υποδίκου. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, όταν απειλείται η διασάλευση της τάξης και ασφάλειας του καταστήματος ή για λόγους που συνδέονται με την ασφάλεια της χώρας ή τη δημόσια τάξη, η διάταξη για τη μεταγωγή και περαιτέρω κράτηση σε κατάστημα Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ΄ τύπου εκδίδεται, χωρίς διαβίβαση σχετικού αιτήματος, από τον ίδιο ως άνω Εισαγγελέα Εφετών του τόπου έκτισης της ποινής και εκτελείται αμέσως. Η διατασσόμενη κράτηση σε κατάστημα Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ΄ τύπου έχει αρχική διάρκεια δύο ετών και μπορεί να παρατείνεται με τον ίδιο τρόπο και για άλλες περιόδους, διάρκειας δύο ετών η καθεμία, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας κατά τα ανωτέρω οριζόμενα. Ειδικά, για τους κρατουμένους: α) για τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α Ποινικού Κώδικα ή β) για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ Ποινικού Κώδικα, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, η διατασσόμενη κράτηση έχει αρχική διάρκεια τεσσάρων ετών και μπορεί να παρατείνεται με τον ίδιο τρόπο και για άλλες περιόδους, διάρκειας δύο ετών η καθεμία, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας κατά τα ανωτέρω οριζόμενα. Για τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, ως εκτιθείσα ποινή θεωρείται αυτή που εκτίθηκε πραγματικά, χωρίς ευεργετικό υπολογισμό. Κατά των ως άνω εκδιδομένων διατάξεων χωρεί προσφυγή ενώπιον του οικείου Δικαστικού Συμβουλίου, εντός είκοσι ημερών από την κοινοποίησή τους. Η προσφυγή δεν αναστέλλει την εφαρμογή της διάταξης, το δε Συμβούλιο αποφαίνεται εντός τριάντα ημερών. Σε περίπτωση που η προσφυγή γίνει δεκτή, ο Εισαγγελέας μπορεί να εκδώσει νέα διάταξη για την εισαγωγή του κρατουμένου σε κατάστημα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ΄ τύπου, εφόσον προκύψουν νέα στοιχεία, κατά της οποίας χωρεί προσφυγή με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις. Τα κατά τα ανωτέρω βουλεύματα και διατάξεις κοινοποιούνται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας.»